«Ζητώ συγγνώμη που διέψευσα τις προσδοκίες όσων Ελλήνων πίστεψαν σ’ εμένα»... Οχι, όχι. Ετούτη τη δήλωση-εξομολόγηση δεν την έκανε ο κ. Κ. Καραμανλής, στην έναρξη της προεκλογικής του εκστρατείας· τη μόνη φορά άλλωστε που είχε υποκύψει στον πειρασμό και αναγνώρισε, με απογοητευτική πάντως αργοπορία, πως είχε πέσει έξω, στο σκάνδαλο του Βατοπεδίου, είχε εισπράξει τόσο θερμό χειροκρότημα από τους οπαδούς του που είχε μείνει εμβρόντητος, πιθανόν με τη σκέψη ότι ουδείς ποδοσφαιριστής χειροκροτείται ενθουσιωδώς όταν βάζει αυτογκόλ. Αλλά ούτε και ο κ. Γ. Παπανδρέου ήταν αυτός που ζήτησε ευθαρσώς συγγνώμη, κι αν όχι συνολικά για την εποχή της δεσποτείας του κόμματός του, έστω για την εμπλοκή στελεχών του στο σκάνδαλο της Ζήμενς. Οι δύο αρχηγοί, απολύτως βέβαιοι για τον εαυτό τους, και επίσης βέβαιοι ότι το κόμμα τους είναι το μοναδικό που μπορεί να ανασύρει την Ελλάδα από ένα ναυάγιο που ωστόσο προκλήθηκε από τους δικούς τους χειρισμούς, εμφανίζονται πεπεισμένοι πως είναι αλάθητοι – αυτοί κι ο πάπας, αν και οι δύο τελευταίοι ποντίφικες, ικανοί διπλωμάτες, όλο και κάπoια συγγνώμη μπήκαν στον κόπο να ζητήσουν.
Εκείνος λοιπόν που ζήτησε συγγνώμη (και μάλιστα μπροστά σε κάμερες και μικρόφωνα πανέτοιμα να τον κατασπαράξουν, μολονότι ώς λίγο πριν τον δοξολογούσαν) ήταν ο κ. Σάκης Ρουβάς. Το πίστευε-δεν το πίστευε, το είπε από καρδιάς ή επειδή διαισθάνθηκε ότι είναι προς το συμφέρον του, δεν είναι αυτό το κύριο, αλλά το ότι εμφανίστηκε αντίθετος σε μια μακρά παράδοση αλαθητοφροσύνης και αλλεργίας προς τη συγγνώμη. Και μάλιστα δημοσίως. Γιατί και οι πολιτικοί μας, στις «ανθρώπινες στιγμές τους», όπως συνηθίζουμε να αποκαλούμε τις στιγμές που απελευθερώνονται από τον πιεστικό ρόλο τους, εμφανίζονται σχεδόν μέχρις αυτομαστιγώσεως πρόθυμοι να αυτοκριθούν, αλλά και να κρίνουν τους κομματικά ανωτέρους τους. Αμέσως έπειτα όμως, όταν επιστρέφουν στον κανονικό εαυτό τους, τον πολιτικό, τον οποίο τον εννοούν σχεδόν αποκλειστικά μέσα στο κοστούμι του δημαγωγού, ξαναθυμούνται ότι μόνο αυτοί είναι άξιοι και υπεύθυνοι, μόνοι αυτοί είναι σεμνοί και ταπεινοί, κι οι άλλοι όλοι, ανεύθυνοι, λαϊκιστές κ.τλ.
Δυστυχώς τίποτε μέχρι στιγμής δεν πείθει ότι η προεκλογική αντιπαράθεση θα γίνει «με πολιτικούς όρους», για την επικράτηση των οποίων υποτίθεται ότι ο πρωθυπουργός έκλεισε κατεσπευσμένως τη Βουλή. Ηδη καταπονημένη η ελληνική γλώσσα από την εξουθενωτική χρήση που επιφυλάσσουν στα νοήματά της οι χρήστες του εξώστη, θα δει μερικούς επιπλέον χυμούς της να χάνονται. Θα ακούσουμε λοιπόν και πάλι για «όνειρα» και «οράματα», για «αύριο» και για «μέλλον». Τη λέξη «συγγνώμη» δεν πρόκειται να την ακούσουμε. Κι όχι βέβαια επειδή την καπάρωσε ο κ. Ρουβάς.