Ποιος είμαι εγώ ο κυνηγός, ο σύζυγος, πατέρας, της μάνας μου ο καλύτερος και αρχηγός της οικογένειας;
Ποιος είμαι που εργάζομαι, κουράζομαι, να μεγαλώνω τα παιδιά, σπίτι ψωμί να φέρνω;
Ποιος είμαι εγώ στο καφενέ, στο γήπεδο, σε επίσκεψη, στις διακοπές, να δίνω ορμήνιες κι εντολές, να κάνω όλες τις μαγκιές, να διηγούμαι πως τα καταφέρνω;
Είμαι ο «Χ», ο συγγενής, ο φίλος, ο γείτονας, είμαι ο άνδρας ο βαρύς, ο κύριος ‘καθώς πρέπει’.
Σαράντα χρόνια στη δουλειά, οκτάωρα επανωτά, τι κούραση Θεέ μου; Και τώρα στην σύνταξη αδελφέ μου.
Κάθομαι σπίτι και θωρώ και τι να δώ; γιατί είναι όλα Άγια; γιατί είναι καθώς πρέπει;
Ξύπνησα και αντίκρισα πια είναι η αλήθεια. Κάθε πρωί σαν έφευγα στου αγώνα την πορεία, έκλεινα πόρτα πίσω μου και άφηνα την σύζυγο, Κυρία. Κυρία και αρχόντισσα, τη δούλα μιας ζωής, ξεσκόνισμα, καθάρισμα, σφουγγάρισμα, πλύστρα, απλώστρα, σιδερώτρα, συντηρήτρια ρούχων και συναφών, μαγείρισσα, ζαχαροπλάστισσα, μάνα, κατηχήτρια, ετοιμασία των παιδιών, σερβίρισμά τριών γευμάτων διαφορετικών συν ένα, πρόγευμα, γεύμα, δείπνο, κολατσιό. Οικονόμος φοβερή, να προμηθεύει, να αποθηκεύει, να μετρά τα χρειαζούμενα… και να πετά σκουπίδια, να προσέχει τι θα φορέσουμε και πώς, όλα τα παιδιά κι αφεντιά, σαν μάνα στοργική, σύζυγος κι ερωμένη,
μα πάντα ξεχασμένη.
Γιατί; Μας ρώτησες μαμά; Μας γέννησες… και πρέπει…
Όταν στο σπίτι, ο κάθε ένας από εμάς γυρίζει, χαμόγελο αντικρίζει. Όσα φυτά στολίζουνε, τους κήπους, τα μπαλκόνια, Αυτήν έχουν αρχηγό, γιατί καλά το ξέρουν, ότι νυχθημερόν φροντίζει τόσο για αυτά, μα πολύ για μας που της γυρνάμε πλάτη.
Ω! πλάνη, ω τι ντροπή; Ω! μα τον ύπνο τον βαθύ; Έχασα την μαγκιά μου. Ήξερα ότι σε ερωτεύτηκα, ότι σε αγάπησα και σε αγαπώ ακόμη.
Τις χάρες σου, τις εκτιμώ, μα τώρα νοιώθω λίγος. Να παριστάνω ‘Αρχηγό’, χωρίς να ξέρω τον στρατό, που με έκανε μεγάλο;
Συγνώμη μάτια μου ζητώ.
Χρόνια Πολλά να ζήσεις,
Ποτέ, ΠΟΤΕ μη δυστυχήσεις.
Ιωάννης ό Φίλος 2012