Ο ΓΚΑΤΕΜΗΣ

Είναι ένας τύπος στον πάγκο του μπαρ, σκυμμένος, βαρύς και ασήκωτος και κοιτάζει συνέχεια το ποτήρι του επί μισή ώρα, εντελώς ακίνητος. Κάποιος άλλος, αλέγρος και καλαμπουρτζής, που έπαιζε μπιλιάρδο με τις ώρες, τον βλέπει έτσι, να κοιτάζει το ποτό του ατελείωτα και να μην πίνει και για πλάκα αρπάζει το ποτήρι και το κατεβάζει μονορούφι. Ο θλιμμένος βάζει τα κλάμματα:

- Έλα ρε φιλάρα, μια πλάκα κάναμε! Θα σου παραγγείλω ένα ίδιο, κερνάω εγώ.. Δεν γουστάρω να βλέπω άντρες να κλαίνε!

Και εκείνος:

- Δεν είναι αυτό. Είναι που η σημερινή μέρα είναι η χειρότερη της ζωής μου. Πρώτα, παρακοιμήθηκα το πρωί και άργησα να πάω στο γραφείο. Το αφεντικό μου τσατίστηκε και με απέλυσε. Βγαίνω να πάρω το αυτοκίνητό μου και μου το είχαν κλέψει. Το δήλωσα στην αστυνομία και μου είπαν "καλά κρασιά που θα το ξαναβρείς". Παίρνω ένα ταξί να γυρίσω σπίτι και ξεχνάω μέσα το πορτοφόλι με όλες τις πιστωτικές κάρτες. Το παρατηρώ τελευταία στιγμή, φωνάζω τον ταξιτζή να σταματήσει και αυτός την κοπάνισε ρίχνοντάς μου μια μούτζα. Μπαίνω στο διαμέρισμα και πέφτω απάνω στη γυναίκα μου στο κρεβάτι με τον θυρωρό. Φεύγω αηδιασμένος, μπαίνω σ' αυτό εδώ το μπαρ κι απάνω που ετοιμαζόμουνα να βάλω ένα τέλος στη ζωή μου, εμφανίζεσαι εσύ και μου πίνεις το δηλητήριο! Είμαι ή δεν είμαι γκαντέμης;